Γεύομαι στα χείλη σου
την πρασινάδα της εξοχής
και τους θρύλους της θάλασσας.
Η ζέστα του κορμιού σου
με ντύνει τον ήλιο.
Αναμφισβήτητα, η αγάπη στην Εαρινή συμφωνία έχει τη μορφή της αγιότητας.
Τυλιγμένος εγώ το κορμί σου
γυμνός
δίχως άνθος φωνή και τραγούδι.
Κανένα φως άλλο
να μην ισκιώνει το φως
που ανατέλλει απ’ τη σάρκα σου.
Η αγάπη
πιο μεγάλη
απ’ τη σιωπή
γεφυρώνει το θεό με τον άνθρωπο
και γεμίζει το απέραντο χάσμα
με φτερά και λουλούδια.
Κλείνω τα μάτια.
Ζω κι αγαπώ.
«Ο έρωτας που ο Ρίτσος υμνεί στην Εαρινή συμφωνία δεν είναι φαινόμενο κοινωνικό, αλλά θεμελιακό ένστικτο. Είναι μια ειμαρμένη που οδηγεί στην αποθέωση (Δάντης – Βεατρίκη) ή στο θάνατο (Ρωμαίος – Ιουλιέτα). Υπό αυτές τις συνθήκες, το ποίημα είναι γέννημα μεθυστικής ευφορίας. Ο ποιητής έχει την απόδειξη της εντελέχειάς του, πάει να πιστέψει πως είναι θεόπνευστος, αν όχι θεός. Ο οίστρος που τον κεντά τον κάνει ικανό ν’ ανακαλύπτει πράγματα άγνωστα στους κοινούς θνητούς. Οι ομότεχνοί του βάζουν σε τάξη κανονικά βιώματα, μπορεί μάλιστα να υπερτερούν σε τεχνουργία και λογική συνέπεια. Ο δαίμων είναι εκείνος που δεν τιθασεύεται· αυθαδιάζει, παραληρεί, εκτροχιάζεται, υπερβαίνει τα όρια» αναφέρει ο Παντελής Πρεβελάκης (σσ. 88 – 89).
Αγαπημένη
όλη η ψυχή μου τρέμει
φύλλωμα ευγνωμοσύνης.
Γονατισμένος προσεύχομαι.
Θεέ μου Θεέ μου
η αγάπη μου ’χε λείψει
για να χαρώ και να νοήσω
το μεγαλείο σου.
Από την αρχέγονη ανάγκη του άντρα να συνδέσει την αγαπημένη του με το δικό του παρελθόν, και να την κάνει να γνωρίσει τις ρίζες του, ο ιδανικός εραστής της Εαρινής συμφωνίας οδηγεί τη γυναίκα που αγαπά στη γενέθλιο γη, και την εγκαθιστά στο ερημωμένο πατρικό του σπίτι.
Πιασμένοι απ’ το χέρι
θα κατεβούμε τη μαρμάρινη σκάλα
που έχει φθαρεί απ’ τα βήματα
των φθινοπωρινών σκιών.
Πάμε στους αγρούς
να φορέσουμε στα δάχτυλα
τις παπαρούνες και τον ήλιο
και την καινούργια χλόη.
Στις παιδικές αναμνήσεις, η μορφή του Χριστού παρουσιάζεται ως κυρίαρχη.
Άκου τα σήμαντρα
των εαρινών εκκλησιών.
………………………….
Αγαπημένη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου